- συνεκτρέφειν
- συνεκτρέφωrear up along withpres inf act (attic epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συνεκτρέφω — Α [ἐκτρέφω] 1. ανατρέφω συγχρόνως 2. ανατρέφω από κοινού 3. μτφ. συντηρώ συγχρόνως («συνεκτρέφειν πῡρ», Πλούτ.) … Dictionary of Greek